αφοριστικός

αφοριστικός
-ή, -ό (AM ἀφοριστικός, -όν) [αφορίζω]
1. διατυπωμένος με μορφή αφορισμού, αποφθεγματικός
2. αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό
μσν.
ο ικανός να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀφοριστικός — delimiting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφοριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αποφθεγματικός: Ο Σοπενάουερ πολλές φορές εκφραζόταν αφοριστικά. 2. αυτός που σχετίζεται με τον εκκλησιαστικό αφορισμό: Στον αφορισμένο η εκκλησία στέλνει το λεγόμενο αφοριστικό γράμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφοριστικά — ἀφοριστικός delimiting neut nom/voc/acc pl ἀφοριστικά̱ , ἀφοριστικός delimiting fem nom/voc/acc dual ἀφοριστικά̱ , ἀφοριστικός delimiting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοριστικῶν — ἀφοριστικός delimiting fem gen pl ἀφοριστικός delimiting masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοριστικόν — ἀφοριστικός delimiting masc acc sg ἀφοριστικός delimiting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοριστικαί — ἀφοριστικός delimiting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοριστικοῖς — ἀφοριστικός delimiting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοριστικοί — ἀφοριστικός delimiting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοριστικούς — ἀφοριστικός delimiting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοριστικῆς — ἀφοριστικός delimiting fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”